μπογιάντισμα
(ουσ. ουδ.)
μπογιάτσ̑ισμα
[boˈʝatʃizma]
Σίλ.
μπουγιάιμα
[buˈʝaima]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. μπογιάντισμα (Λεξ. Σομ., λ. μποϊάντισμα), το οπ. από το ρ. μπογιαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βάψιμο
ό.π.τ.
:
Ντου μπουγιάιμα ντέ ‘νι τσίόουν ατό ζόρ'
(Το βάψιμο δεν είναι και τόσο δύσκολο)
Μισθ.
-Κοτσαν.