ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπογιάντισμα (ουσ. ουδ.) μπογιάτσ̑ισμα [boˈʝatʃizma] Σίλ. μπουγιάιμα [buˈʝaima] Μισθ. Νεότ. ουσ. μπογιάντισμα (Λεξ. Σομ., λ. μποϊάντισμα), το οπ. από το ρ. μπογιαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βάψιμο ό.π.τ. : Ντου μπουγιάιμα ντέ ‘νι τσίόουν ατό ζόρ' (Το βάψιμο δεν είναι και τόσο δύσκολο) Μισθ. -Κοτσαν.