ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζεχρί (ουσ. ουδ.) τζεχρί [dzexˈri] Αξ., Φερτάκ., Φλογ. τσέχρι ['tsexri] Αραβαν., Γούρδ. τζαχρί [dzaxˈri] Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. τζ̑άχρι ['ʤxari] Φάρασ. τσ̑αχρί [tʃaˈxri] Αφσάρ., Φκόσ. Από το τουρκ. ουσ. cehri = ράμνος βαφική, το οπ. από τα συριακά αραβ. όπου απαντά η λ. cıhra με την σημ. ‘κίτρινος κόκκος’ Tietze (2016: λ. cehri Ι). Δεν σχετίζεται ετυμολογικώς με το ελλ. κεχρί.
1. Θαμνώδες βαφικό φυτό, ράμνος (rhamnus infectoria) Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Ήφαρεν δύο γομάρε νάμμος τζ̑αι δύο γομάρε ψεΐκο τζ̑άχρι (Έφερε δύο φορτώματα άμμου και δύο φορτώματα ψιλά σπόρια από τζεχρί) Φάρασ. -Dawk. Συνών. μπογιαλίκι
2. Καλαμπόκι Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. : Α ημέρα, σ’η στσάιδη τζας ξυγανίσκαν τζαχρία, είπεν τι ο πεθερός τ΄ς (Μια μέρα, ενώ ξεφλούδιζαν καλαμπόκια στη σκιά, είπε ο πεθερός της) Φάρασ. -Παπαδ. Δίνgαν σις χωρώτοι μαλλί, τυρί τζαι γάτου άλειμμα τζαι παίρ'καν κοτσ̑ί, κ'θάρι τζαι τζαχρί (Έδιναν στους χωριάτες μαλλί και βούτυρο γάλακτος και έπαιρναν σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι) Σατ. -Παπαδ. Ατζεί χωράφα τζ̑ο ινισκούσαντε, τσαχρί ινισκούτουν αdζεί (Εκεί δεν γινόντουσαν χωράφια για σιτηρά, εκεί φύτρωνε καλαμπόκι) Τσουχούρ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Παροιμ. Το νηστικό τ' ορνίθι σον ύπνο θωρεί τζεχρί  (Η νηστική κότα στον ύπνο της βλέπει καλαμπόκι˙ Ο καθένας έχει συνεχώς στο μυαλό του αυτό που επιθυμεί περισσότερο) Φάρασ. -Καρολ.