τζεχρί
(ουσ. ουδ.)
τζεχρί
[dzexˈri]
Αξ., Φερτάκ., Φλογ.
τσέχρι
['tsexri]
Αραβαν., Γούρδ.
τζαχρί
[dzaxˈri]
Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ.
τζ̑άχρι
['ʤxari]
Φάρασ.
τσ̑αχρί
[tʃaˈxri]
Αφσάρ., Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. cehri = ράμνος βαφική, το οπ. από τα συριακά αραβ. όπου απαντά η λ. cıhra με την σημ. ‘κίτρινος κόκκος’ Tietze (2016: λ. cehri Ι). Δεν σχετίζεται ετυμολογικώς με το ελλ. κεχρί.
1. Θαμνώδες βαφικό φυτό, ράμνος (rhamnus infectoria)
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Ήφαρεν δύο γομάρε νάμμος τζ̑αι δύο γομάρε ψεΐκο τζ̑άχρι
(Έφερε δύο φορτώματα άμμου και δύο φορτώματα ψιλά σπόρια από τζεχρί)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
μπογιαλίκι
2. Καλαμπόκι
Αφσάρ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
:
Α ημέρα, σ’η στσάιδη τζας ξυγανίσκαν τζαχρία, είπεν τι ο πεθερός τ΄ς
(Μια μέρα, ενώ ξεφλούδιζαν καλαμπόκια στη σκιά, είπε ο πεθερός της)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Δίνgαν σις χωρώτοι μαλλί, τυρί τζαι γάτου άλειμμα τζαι παίρ'καν κοτσ̑ί, κ'θάρι τζαι τζαχρί
(Έδιναν στους χωριάτες μαλλί και βούτυρο γάλακτος και έπαιρναν σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι)
Σατ.
-Παπαδ.
Ατζεί χωράφα τζ̑ο ινισκούσαντε, τσαχρί ινισκούτουν αdζεί
(Εκεί δεν γινόντουσαν χωράφια για σιτηρά, εκεί φύτρωνε καλαμπόκι)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Παροιμ.
Το νηστικό τ' ορνίθι σον ύπνο θωρεί τζεχρί
(Η νηστική κότα στον ύπνο της βλέπει καλαμπόκι˙ Ο καθένας έχει συνεχώς στο μυαλό του αυτό που επιθυμεί περισσότερο)
Φάρασ.
-Καρολ.