τζεχριλίκι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
τζ̑εχριλίκια
[dʒexriˈlica]
Αξ.
Aπό το παλαιότ. τουρκ. ουσ. cehrilik = χωράφι όπου καλλιεργείται τζεχρί.
Χωράφι όπου καλλιεργείται το βαφικό φυτό τζεχρί