ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζεχριλίκι (ουσ. ουδ.) Πληθ. τζ̑εχριλίκια [dʒexriˈlica] Αξ. Aπό το παλαιότ. τουρκ. ουσ. cehrilik = χωράφι όπου καλλιεργείται τζεχρί.
Χωράφι όπου καλλιεργείται το βαφικό φυτό τζεχρί