τζιβίκι
(επίθ.)
τζ̑ιβίκ
[dʒiˈvik]
Μαλακ.
τσ̑ιβίχ̇ι
[tʃiˈvixi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. cıvık = υδαρής, νερουλός, όπου και διαλεκτ. τύπ. cıvıh (THADS 3, λ. cıvıh).