ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιβίκι (επίθ.) τζ̑ιβι̂́κ' [dʒiˈvɯk] Μαλακ. τσ̑ιβίχ̇ι [tʃiˈvixi] Φάρασ. τσ̑ιβούχ' [tʃiˈvux] Τροχ. Πληθ. τζ̑ιβι̂́κγια [dʒiˈvɯka] Μαλακ. τσ̑ιβούχ̇ια [tʃiˈvuxʝa] Τροχ. Από το τουρκ. επίθ. cıvık = υδαρής, νερουλός, όπου και διαλεκτ. τύπ. cıvıh.
1. Νερουλός Μαλακ., Φάρασ. Συνών. λεφτίκκο :4, νερωτός
2. Κλούβιος, χαλασμένος Τροχ. Συνών. κούφος
β. Στον πληθ., κάτι ή κάποιος που ενοχλεί, ενοχλητικός Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 13/09/2025