τζιβίκι
(επίθ.)
τζ̑ιβι̂́κ'
[dʒiˈvɯk]
Μαλακ.
τσ̑ιβίχ̇ι
[tʃiˈvixi]
Φάρασ.
τσ̑ιβούχ'
[tʃiˈvux]
Τροχ.
Πληθ.
τζ̑ιβι̂́κγια
[dʒiˈvɯka]
Μαλακ.
τσ̑ιβούχ̇ια
[tʃiˈvuxʝa]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. cıvık = υδαρής, νερουλός, όπου και διαλεκτ. τύπ. cıvıh.
β.
Στον πληθ., κάτι ή κάποιος που ενοχλεί, ενοχλητικός
Τροχ.
Τροποποιήθηκε: 13/09/2025