τζιβγίν
(επίθ.)
τζ̑ι̂βγ̇ι̂́ν
[dʒɯˈvɣɯn]
Αξ.
τζιβγίν
[dziˈvʝin]
Μαλακ.
Πληθ.
τζιβγίνια
[dziˈvʝiɲa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çivgin, όπου και τύπ. çıvgın = τρελός, όπου και τύπ. çıvgın (THADS, λ. çıvgın III, çivgin).
Νευρικός, δαιμονισμένος
ό.π.τ.