ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιβγίν (επίθ.) τσιλγίνης [tsilˈʝinis] Σινασσ. τζ̑ι̂βγ̇ι̂́ν [dʒɯˈvɣɯn] Αξ., Μαλακ. Πληθ. τζιβγίνια [dziˈvʝiɲa] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. çılgın = τρελός, έξαλλος, μανιακός, όπου και διαλεκτ. τύπ. çivgin και çıvgın (THADS, λ. çıvgın III, çivgin).
Νευρικός, δαιμονισμένος ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025