ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιβγίν (επίθ.) τζ̑ι̂βγ̇ι̂́ν [dʒɯˈvɣɯn] Αξ. τζιβγίν [dziˈvʝin] Μαλακ. Πληθ. τζιβγίνια [dziˈvʝiɲa] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. çivgin, όπου και τύπ. çıvgın = τρελός, όπου και τύπ. çıvgın (THADS, λ. çıvgın III, çivgin).
Νευρικός, δαιμονισμένος ό.π.τ.