τζεσαρέτι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑εσαρέτ͑ι
[tʃesaˈretʰi]
Αφσάρ.
τζεζαρέσ̑'
[dzezaˈreʃ]
Αραβαν.
τσ̑εσερέτ͑ι
[tʃeseˈretʰi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. cesaret, όπου και διαλεκτ. τύπ. ceseret.
Θάρρος