τζεχεντέμι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑εχ̇εντdέμι
[tʃexenˈdemi]
Φάρασ.
τσ̑εενdέμι
[tʃeenˈdemi]
Φάρασ.
τζεεμντέμ'
[dzeemˈdem]
Ανακ.
τζεενdέμ'
[dzeenˈdem]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. cehennem = παράδεισος, όπου και διαλεκτ. τύπ. cehendem (THADS, λ. cehendem). Πβ. το μεταγν. ουσ. γέεννα.