ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζεχεντέμι (ουσ. ουδ.) τσ̑εχ̇εντdέμι [tʃexenˈdemi] Φάρασ. τσ̑εενdέμι [tʃeenˈdemi] Φάρασ. τζεεμντέμ' [dzeemˈdem] Ανακ. τζεενdέμ' [dzeenˈdem] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. cehennem = παράδεισος, όπου και διαλεκτ. τύπ. cehendem (THADS, λ. cehendem). Πβ. το μεταγν. ουσ. γέεννα.
Κόλαση ό.π.τ. : Πήε ντο τζεενdέμ' (Πήγε στην κόλαση) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κόλαση, Αντίθ τζεννέτ