τζεχρές
(ουσ. αρσ.)
τζ̑εχρέ
[dʒeˈxre]
Αραβαν., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çehre = α) έκφραση του προσώπου β) κατήφεια.
1. Πρόσωπο, όψη
:
|| Φρ.
Τζο γρέφ' τον τζ̑εχρέ σου!
(Δεν βλέπεις τα μούτρα σου!˙ Για αυτούς που δεν έχουν συναίσθηση της χαμηλής αξίας τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Έκφραση προσώπου που δηλώνει κακή διάθεση, «κατεβασμένα μούτρα»
Αραβαν.
:
Χιωρεί αdελφή τ' το τζ̑εχρέ και εκείνο το γκρεύ' […] παίν' να το εύρει
(Βλέπει τα μούτρα της αδερφής του, και εκείνο που του γυρεύει […] πάει να το βρει)
Αραβαν.
-Φωστ.