ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζεχρές (ουσ. αρσ.) τζ̑εχρέ [dʒeˈxre] Αραβαν., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. çehre = α) έκφραση του προσώπου β) κατήφεια.
1. Πρόσωπο, όψη : || Φρ. Τζο γρέφ' τον τζ̑εχρέ σου! (Δεν βλέπεις τα μούτρα σου!˙ Για αυτούς που δεν έχουν συναίσθηση της χαμηλής αξίας τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Έκφραση προσώπου που δηλώνει κακή διάθεση, «κατεβασμένα μούτρα» Αραβαν. : Χιωρεί αdελφή τ' το τζ̑εχρέ και εκείνο το γκρεύ' […] παίν' να το εύρει (Βλέπει τα μούτρα της αδερφής του, και εκείνο που του γυρεύει […] πάει να το βρει) Αραβαν. -Φωστ.