ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιβλάημα (ουσ.) τζιβλάημα [dziˈvlaima] Μισθ. τσιβλάιμα [tsiˈvlaima] Μισθ. Από το ρ. τζιβλαΐζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κελάηδημα : Μάνα μ' 'τουν ζάdουνι τ͑ύρα, ανακρούστη 'να τζιβλάημα (Όταν η μάνα μου έκλεινε την πόρτα, άκουσε ένα κελάηδημα) Μισθ. -Φατ. Πουλιού ντου τσιβλάημα (Το κελάηδημα των πουλιών) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. τζιβιλτούς :1
2. Τσιριξιά