τζιβλάημα
(ουσ.)
τζιβλάημα
[dziˈvlaima]
Μισθ.
τσιβλάιμα
[tsiˈvlaima]
Μισθ.
Από το ρ. τζιβλαΐζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κελάηδημα
:
Μάνα μ' 'τουν ζάdουνι τ͑ύρα, ανακρούστη 'να τζιβλάημα
(Όταν η μάνα μου έκλεινε την πόρτα, άκουσε ένα κελάηδημα)
Μισθ.
-Φατ.
Πουλιού ντου τσιβλάημα
(Το κελάηδημα των πουλιών)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
τζιβιλτούς :1
2. Τσιριξιά