τζίγκρα
(επίρρ.)
τζ̑ίgρα
['ʤigra]
Αξ.
τζίgαρα
['dzigara]
Μαλακ.
Αγν. ετύμ.
Λίγο
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ένα τζ̑ίgρα
(Ένα λίγο˙ λίγο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.