ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιγάρ (ουσ. ουδ.) τζ̑ιγάρ [ʤi'ɣar] Φλογ. τζ̑ουγά [dʒuˈɣa] Φλογ. τζ̑ογάγ̑' [dʒοˈɣaʝ] Αξ. Πληθ. τσουγάλα [tsuˈɣala] Τσουχούρ. Από το τουρκ. ουσ. çığa = φτερό, ουρά πτηνού, όπου και διαλεκτ. τύπ. ciğa. Ο τύπ. τσουγάλα από το τουρκ. διαλεκτ. çığal = μακρύ φτερό (THADS, λ. çığal III).
Φτερό ό.π.τ. : Ηύρεν ένα τζ̑ιγάρ (Βρήκε ένα φτερό) Φλογ. -Dawk. 'α σε δώκω σεράνdα παράδια το τζ̑ιγάρ' (Θα σου δώσω σαράντα παράδες για το φτερό) Φλογ. -Dawk. Ήτουνι α ’ρνίθι, τζ̑’ ούσ̑ινι τσουγάλα (Ήταν ένα κοτόπουλο, δεν είχε φτερά) Τσουχούρ. -VLACH
Συνών. φτερό, κανάτι