τζιγάρ
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ιγάρ
[ʤi'ɣar]
Φλογ.
τζ̑ουγά
[dʒuˈɣa]
Φλογ.
τζ̑ογάγ̑'
[dʒοˈɣaʝ]
Αξ.
Πληθ.
τσουγάλα
[tsuˈɣala]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. çığa = φτερό, ουρά πτηνού, όπου και διαλεκτ. τύπ. ciğa. Ο τύπ. τσουγάλα από το τουρκ. διαλεκτ. çığal = μακρύ φτερό (THADS, λ. çığal III).
Φτερό
ό.π.τ.
:
Ηύρεν ένα τζ̑ιγάρ
(Βρήκε ένα φτερό)
Φλογ.
-Dawk.
'α σε δώκω σεράνdα παράδια το τζ̑ιγάρ'
(Θα σου δώσω σαράντα παράδες για το φτερό)
Φλογ.
-Dawk.
Ήτουνι α ’ρνίθι, τζ̑’ ούσ̑ινι τσουγάλα
(Ήταν ένα κοτόπουλο, δεν είχε φτερά)
Τσουχούρ.
-VLACH