ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιμίκις (επίρρ.) τζιμίκις [dziˈmikis] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. çımık = λιγάκι με προσθήκη τελικού αναλογ. προς άλλα επιρρ. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cımık = πρέζα, ποσότητα που χωράει στα δύο δάχτυλα (THADS, λ. cımık I, çımık II).
Λίγο από κάτι
Τροποποιήθηκε: 27/02/2025