τζιμίκις
(επίρρ.)
τζιμίκις
[dziˈmikis]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. çımık = λιγάκι με προσθήκη τελικού -ς αναλογ. προς άλλα επιρρ. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cımık = πρέζα, ποσότητα που χωράει στα δύο δάχτυλα (THADS, λ. cımık I, çımık II).
Λίγο από κάτι