τζιπιλατίζω
(ρ.)
τζ̑ιπιλτατίζω
[dʒipiltaˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. cıpıldamak =μετακινώ ένα αντικείμενο μέσα στο νερό προκαλώντας θόρυβο (THADS, λ. cıpıldamak).
Κουνάω το νερό με τα χέρια μου προκαλώντας θόρυβο