ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιπιλατίζω (ρ.) τζ̑ιπιλτατίζω [dʒipiltaˈtizo] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. cıpıldamak =μετακινώ ένα αντικείμενο μέσα στο νερό προκαλώντας θόρυβο (THADS, λ. cıpıldamak).
Κουνάω το νερό με τα χέρια μου προκαλώντας θόρυβο
Τροποποιήθηκε: 03/06/2025