ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιζμέ (ουσ. ουδ.) τζ̑ιζμέ [ʤizˈme] Μαλακ., Ουλαγ. Αρσ. τσ̑ιζμές [tʃιˈzmes] Φάρασ. Πληθ. τζιζμέδια [dziˈzmeðʝa] Μαλακ. τζιζμάδια [dziˈzmaðʝa] Ανακ. τζ̑ιζμέρια [ʤizˈmerʝa] Αραβαν. τσ̑ουζμέδα [tʃuˈmeða] Φάρασ. τζουμέδα [dzuˈmeða] Φάρασ. τζιζμέδε [dziˈzmeðe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. çizme, όπου και διαλεκτ. τύπ. cizme (THADS, λ. cizme).
Είδος μπότας που έφτανε μέχρι την κνήμη ό.π.τ. : Σα ποδάρια τ’ κόκκινα τζιζμάδια (Στα πόδια της φορούσε κόκκινες μπότες) Ανακ. -Κωστ.Α.