τζιζμέ
(ουσ. ουδ.)
τζ̑ιζμέ
[ʤizˈme]
Μαλακ., Ουλαγ.
Αρσ.
τσ̑ιζμές
[tʃιˈzmes]
Φάρασ.
Πληθ.
τζιζμέδια
[dziˈzmeðʝa]
Μαλακ.
τζιζμάδια
[dziˈzmaðʝa]
Ανακ.
τζ̑ιζμέρια
[ʤizˈmerʝa]
Αραβαν.
τσ̑ουζμέδα
[tʃuˈmeða]
Φάρασ.
τζουμέδα
[dzuˈmeða]
Φάρασ.
τζιζμέδε
[dziˈzmeðe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çizme, όπου και διαλεκτ. τύπ. cizme (THADS, λ. cizme).
Είδος μπότας που έφτανε μέχρι την κνήμη
ό.π.τ.
:
Σα ποδάρια τ’ κόκκινα τζιζμάδια
(Στα πόδια της φορούσε κόκκινες μπότες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.