τζιγκίλι
(ουσ.)
τζ̑ι̂νgι̂́λ'
[dʒɯŋˈgɯl]
Αξ., Ουλαγ., Φάρασ.
τσ̑ινgίλι
[tʃiŋˈɟili]
Φάρασ.
τσ̑ινgίλ'
[tʃiŋˈɟil]
Φερτάκ.
τσιgίλι
[tsiˈɟili]
Μισθ.
τσουνgούλ
[tsuŋˈgul]
Σινασσ.
τζιgί
[dziˈɟi]
Σινασσ.
τσιgί
[tsiˈɟi]
Σινασσ.
κιντζί
[cinˈdzi]
Σινασσ.
Πληθ.
τζ̑ινgίλια
[tsiˈŋɟiʎa]
Φερτάκ.
τσιgίλια
[tsiˈɟiʎa]
Μισθ.
τζιγκίρια
[dziˈɟirʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. şıngıl = α) συστάδα β) τσαμπί γ) στολίδι από ασημένια ή χρυσά νομίσμα που φοριέται στο κεφάλι, όπου και διαλεκτ. τύπ. çıngıl και cıngıl (THADS, λ. çıngıl, cıngıl I).
1. Τσαμπί σταφυλιού
ό.π.τ.
:
Γκι ισύνα ασ' σο τζ̑ι̂νgι̂́λ' γκοπάρα ερυό ντενέα
(Κι εσύ από το τσαμπί κόψε δύο ρώγες)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο ασμά έισ̑κε ερυό τζ̑ανgι̂́λια μαύρα σταφύα
(Το κλήμα είχε δυο τσαμπιά μαύρα σταφύλια)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ξερώνου σταφυλιού τσιgίλια, να μποίκου σταφίις
(ξηραίνω τσαμπιά από σταφύλια για να κάνω σταφίδες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Τα σταφύλια γενικώς
Φερτάκ.
:
Να διώμ’ τα τσινκγίλ' 'έναν μι;
(Να δούμε έγιναν τα σταφύλια;)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.