ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζιγκίλι (ουσ.) τζ̑ι̂νgι̂́λ' [dʒɯŋˈgɯl] Αξ., Ουλαγ., Φάρασ. τσ̑ινgίλι [tʃiŋˈɟili] Φάρασ. τσ̑ινgίλ' [tʃiŋˈɟil] Φερτάκ. τσιgίλι [tsiˈɟili] Μισθ. τσουνgούλ [tsuŋˈgul] Σινασσ. τζιgί [dziˈɟi] Σινασσ. τσιgί [tsiˈɟi] Σινασσ. κιντζί [cinˈdzi] Σινασσ. Πληθ. τζ̑ινgίλια [tsiˈŋɟiʎa] Φερτάκ. τσιgίλια [tsiˈɟiʎa] Μισθ. τζιγκίρια [dziˈɟirʝa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. şıngıl = α) συστάδα β) τσαμπί γ) στολίδι από ασημένια ή χρυσά νομίσμα που φοριέται στο κεφάλι, όπου και διαλεκτ. τύπ. çıngıl και cıngıl (THADS, λ. çıngıl, cıngıl I).
1. Τσαμπί σταφυλιού ό.π.τ. : Γκι ισύνα ασ' σο τζ̑ι̂νgι̂́λ' γκοπάρα ερυό ντενέα (Κι εσύ από το τσαμπί κόψε δύο ρώγες) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο ασμά έισ̑κε ερυό τζ̑ανgι̂́λια μαύρα σταφύα (Το κλήμα είχε δυο τσαμπιά μαύρα σταφύλια) Ουλαγ. -Κεσ. Ξερώνου σταφυλιού τσιgίλια, να μποίκου σταφίις (ξηραίνω τσαμπιά από σταφύλια για να κάνω σταφίδες) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Τα σταφύλια γενικώς Φερτάκ. : Να διώμ’ τα τσινκγίλ' 'έναν μι; (Να δούμε έγιναν τα σταφύλια;) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών. σαλγίμ, κριζί