ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κριζί (ουσ. ουδ.) κριζ̑ί [kriˈʒi] Αξ. Πιθ. από το ουσ. ἀκρορρίζιον ή *ἐκρίζιον, με βάση το μεσν. ουσ. ριζίον = αμπέλι (LBG). Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. ουσ. ακρορρίζι.
Τσαμπί σταφύλι : || Φρ. Ένα κριζ̑ί (Ένα (μικρό) τσαμπί σταφύλι˙ λίγο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μπουντάκ :2, σαλγίμ, τζιγκίλι :1
Συνών. σαλγίμ, κριζί