κριζί
(ουσ. ουδ.)
κριζ̑ί
[kriˈʒi]
Αξ.
Πιθ. από το ουσ. ἀκρορρίζιον ή *ἐκρίζιον, με βάση το μεσν. ουσ. ριζίον = αμπέλι (LBG). Πβ. και ν.ε. διαλεκτ. ουσ. ακρορρίζι.
Τσαμπί σταφύλι
:
|| Φρ.
Ένα κριζ̑ί
(Ένα (μικρό) τσαμπί σταφύλι˙ λίγο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μπουντάκ :2, σαλγίμ, τζιγκίλι :1