κρομμυδάρι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
κρομμυδάρια
[kromiˈðarʝa]
Ανακ.
Από το ουσ. κρομμύδι και το παραγωγ. επίθ. -άρι.
Στον πληθ., στιφάδο