κρομμύδι
(ουσ. ουδ.)
κρομμύδι
[kroˈmiði]
Φάρασ.
κρομμύδ'
[kroˈmið]
Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
κρομμύτ'
[kroˈmit]
Φερτάκ.
κρομμύι
[kroˈmii]
Δίλ., Μισθ.
κρομμύ
[kroˈmi]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
κρομμύγ̑'
[kroˈmiʝ]
Αραβ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ.
κρομμύχ'
[kroˈmix]
Αξ.
κρομμύρι
[kroˈmiri]
Αραβαν., Σίλ.
κομμύρι
[koˈmiri]
Σίλ.
Από το μεταγν. ουσ. κρομμύδιον, υποκορ. του αρχ. κρόμμυον. Ο τύπ. κομμύρι από κρομμύρι με ανομοιωτ. αποβ. του [r].
Κρεμμύδι, τo εδώδιμο φυτό Άλλιο το κρόμμυο (Allium cepa)
ό.π.τ.
:
Ατιά τα κρομμύγια αdροβόλα τα
(Από αυτά τα κρεμμύδια μάζεψε τα πιο χοντρά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Είχιν ένα τσ̑ουβάλ' κρομμύα 'ς τράη τ'
(Είχε ένα τσουβάλι κρεμμύδια στην ράχη του)
Μισθ.
-Μακρ.
Να γαβουρτζίσου τ’ κομμύρι
(Θα καβουρντίσω το κρεμμύδι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ψ̑ήνισ̑καμ' ένα κρομμύδ' για τα κοκκιά
(Ψήναμε ένα κρεμμύδι για τα σπυριά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Θα σπείρου 'να πρασί κρομμύγια
(Θα σπείρω μιά πρασιά κρεμμύδια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα κρομμύδια λέγ' τα κρεμμύδια και τα χιγιάρια δροσερά
(Τα κρομμύδια τα λέει κρεμμύδια και τα αγγούρια δροσερά, ενν. μιλώντας εξεζητημένα Πολίτικα")
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Φέρ' μι, λε, κρομμυού φύλλα να φάου
(Φέρε μου, λέει, φύλλα κρεμμυδιού να φάω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Δίνισκαμ’ μιά οκά φασόλια, παίρνισκαμ’ πέντε οκάδες κρομμύδια
(Δίναμε μιά οκά φασόλια, παίρναμε πέντε οκάδες κρεμμύδια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Λυκιού κρομμύγια
(Λύκου κρεμμύδια˙ άγρια κρεμμύδια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λαγό μι ντα κρομμύγια
(Λαγός με τα κρεμμύδια˙ λαγός στιφάδο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κρομμυγιού φαΐ
(Kρεμμυδιού φαΐ˙ φαγητό με κρέας και πολλά κρεμμύδια, γεμάτο μπαχαρικά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κρομμύδ' ψωμί
(Κρεμμύδι και ψωμί˙ φτωχικό φαγητό, ψωμοτύρι)
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Ό,τιζ τρώ’ κρομμύδι, μυρίζει
(Όποιος τρώει κρεμμύδι, μυρίζει˙ όποιος έχει διαπράξει αδικία, θα αποκαλυφθεί)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το σκόρντο έχ̑' πολλά ζόντζ̑α, το κρομμύ έχ̑' ένα μοναχό κιφάλ'
(Το σκόρδο έχει πολλές σκελίδες, το κρεμμύδι έχει ένα μονάχα κεφάλι˙ όταν μαλώνουν δύο άτομα από τα οποία μόνο το ένα έχει συγγενείς να το υποστηρίξουν)
Αραβαν.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
κισκά