ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρομμύδι (ουσ. ουδ.) κρομμύδι [kroˈmiði] Φάρασ. κρομμύδ' [kroˈmið] Ανακ., Αραβ., Μαλακ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. κρομμύτ' [kroˈmit] Φερτάκ. κρομμύι [kroˈmii] Δίλ., Μισθ. κρομμύ [kroˈmi] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. κρομμύγ̑' [kroˈmiʝ] Αραβ., Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ. κρομμύχ' [kroˈmix] Αξ. κρομμύρι [kroˈmiri] Αραβαν., Σίλ. κομμύρι [koˈmiri] Σίλ. Από το μεταγν. ουσ. κρομμύδιον, υποκορ. του αρχ. κρόμμυον. Ο τύπ. κομμύρι από κρομμύρι με ανομοιωτ. αποβ. του [r].
Κρεμμύδι, τo εδώδιμο φυτό Άλλιο το κρόμμυο (Allium cepa) ό.π.τ. : Ατιά τα κρομμύγια αdροβόλα τα (Από αυτά τα κρεμμύδια μάζεψε τα πιο χοντρά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Είχιν ένα τσ̑ουβάλ' κρομμύα 'ς τράη τ' (Είχε ένα τσουβάλι κρεμμύδια στην ράχη του) Μισθ. -Μακρ. Να γαβουρτζίσου τ’ κομμύρι (Θα καβουρντίσω το κρεμμύδι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Ψ̑ήνισ̑καμ' ένα κρομμύδ' για τα κοκκιά (Ψήναμε ένα κρεμμύδι για τα σπυριά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Θα σπείρου 'να πρασί κρομμύγια (Θα σπείρω μιά πρασιά κρεμμύδια) Μισθ. -Κοτσαν. Τα κρομμύδια λέγ' τα κρεμμύδια και τα χιγιάρια δροσερά (Τα κρομμύδια τα λέει κρεμμύδια και τα αγγούρια δροσερά, ενν. μιλώντας εξεζητημένα Πολίτικα") Σινασσ. -Τακαδόπ. Φέρ' μι, λε, κρομμυού φύλλα να φάου (Φέρε μου, λέει, φύλλα κρεμμυδιού να φάω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Δίνισκαμ’ μιά οκά φασόλια, παίρνισκαμ’ πέντε οκάδες κρομμύδια (Δίναμε μιά οκά φασόλια, παίρναμε πέντε οκάδες κρεμμύδια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Λυκιού κρομμύγια (Λύκου κρεμμύδια˙ άγρια κρεμμύδια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λαγό μι ντα κρομμύγια (Λαγός με τα κρεμμύδια˙ λαγός στιφάδο) Μισθ. -Κοτσαν. Κρομμυγιού φαΐ (Kρεμμυδιού φαΐ˙ φαγητό με κρέας και πολλά κρεμμύδια, γεμάτο μπαχαρικά) Μισθ. -Κοτσαν. Κρομμύδ' ψωμί (Κρεμμύδι και ψωμί˙ φτωχικό φαγητό, ψωμοτύρι) -Τακαδόπ. || Παροιμ. Ό,τιζ τρώ’ κρομμύδι, μυρίζει (Όποιος τρώει κρεμμύδι, μυρίζει˙ όποιος έχει διαπράξει αδικία, θα αποκαλυφθεί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το σκόρντο έχ̑' πολλά ζόντζ̑α, το κρομμύ έχ̑' ένα μοναχό κιφάλ' (Το σκόρδο έχει πολλές σκελίδες, το κρεμμύδι έχει ένα μονάχα κεφάλι˙ όταν μαλώνουν δύο άτομα από τα οποία μόνο το ένα έχει συγγενείς να το υποστηρίξουν) Αραβαν. -Μαυρ.-Κεσ. Πβ. κισκά