κριθαρίτικος
(επίθ.)
κριθαρίτ'κο
[kriθaˈritko]
Φλογ.
κ'θαρίτ'κο
[kθaˈritko]
Ανακ.
Από το ουσ. κριθάρι, όπ. και τύπ. κθάρ' και το παραγωγ. επίθμ. -ίτικος.
Κριθαρένιος
ό.π.τ.
:
Μι το κριθαρίτ'κο τ' αλεύρ'
(Με κριθαρένιο αλεύρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ψωμί κ'θαρίτ'κο
(Κριθαρένιο ψωμί)
Ανακ.
-Cost.
Συνών.
κριθαριώνας