ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρέμασμα (ουσ. ουδ.) κρέμασμα [ˈkremazma] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ. Από το μεσν. ουσ. κρέμασμα.
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρεμώ Γούρδ., Σίλ.
2. Απαγχονισμός Μαλακ., Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 26/11/2024