κρέμασμα
(ουσ. ουδ.)
κρέμασμα
[ˈkremazma]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. κρέμασμα.
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρεμώ
Γούρδ., Σίλ.
2. Απαγχονισμός
Μαλακ., Μισθ.