ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρασιώνας (ουσ. αρσ.) κρασιώνας [kraˈsçonas] Ανακ. κρασιώνα [kraˈsçona] Μαλακ. κρασ̑ώνας [kraˈʃonas] Αραβαν. κρασ̑ώνα [kraˈʃona] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. κρασώνα [kraˈsona] Φερτάκ. Από το ουσ. κρασί (θ. κρασ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Το (υπόγειο) μέρος της οικίας όπου φυλάσσεται και διατηρείται το κρασί ό.π.τ.