κρασιώνας
(ουσ. αρσ.)
κρασιώνας
[kraˈsçonas]
Ανακ.
κρασιώνα
[kraˈsçona]
Μαλακ.
κρασ̑ώνας
[kraˈʃonas]
Αραβαν.
κρασ̑ώνα
[kraˈʃona]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
κρασώνα
[kraˈsona]
Φερτάκ.
Από το ουσ. κρασί (θ. κρασ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Το (υπόγειο) μέρος της οικίας όπου φυλάσσεται και διατηρείται το κρασί
ό.π.τ.