κρατούνα
(ουσ. θηλ.)
κρατούνα
[kraˈtuna]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το ν.ε. διαλεκτ. ουσ. κρατούνι, το οπ. από το μεταγν. ουσ. κρατάνιον = είδος κούπας, και το μεγεθ. επιθμ. -α.
1. Κουτάλα
:
|| Παροιμ.
Μο το χουλι-έρι δίτ' με τα, μο την γκρατούνα παίρ' τα
(Με το κουτάλι μου τα δίνει, με την κουτάλα μου τα παίρνει˙ Το καλό που μου έκανε, του το ακριβοπλήρωσα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
σαμσέκ :1
2. Απόχη
Φάρασ.