ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κρατούνα (ουσ. θηλ.) κρατούνα [kraˈtuna] Φάρασ., Φκόσ. Από το ν.ε. διαλεκτ. ουσ. κρατούνι, το οπ. από το μεταγν. ουσ. κρατάνιον = είδος κούπας, και το μεγεθ. επιθμ. .
1. Κουτάλα : || Παροιμ. Μο το χουλι-έρι δίτ' με τα, μο την γκρατούνα παίρ' τα (Με το κουτάλι μου τα δίνει, με την κουτάλα μου τα παίρνει˙ Το καλό που μου έκανε, του το ακριβοπλήρωσα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. σαμσέκ :1
2. Απόχη Φάρασ.