κρασί
(ουσ. ουδ.)
κρασί
[kraˈsi]
Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
κρασ̑ί
[kraˈʃi]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ., Τελμ., Φλογ.
κρα̈σί
[kræˈsi]
Φκόσ.
κρεσί
[kreˈsi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
κρασία
[kraˈsia]
Φάρασ.
κρασ̑ά
[kraˈʃa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. κρασίον (αρχικά με σημ. ‘γουλιά, κύπελλο (για υγρά ή κρασί)’), υποκορ. του αρχ. ουσ. κρᾶσις=ανάμειξη.
Κρασί, αλκοολούχο ποτό από τη ζύμωση του μούστου των σταφυλιών
ό.π.τ.
:
Ύστερα ποdίσ̑’ το ιραχî́ και κρασ̑ί· μεθύσ̑’ το παιδί
(Ύστερα τον ποτίζει ρακί και κρασί· μεθάει ο νεαρός)
Φλογ.
-Dawk.
Στέρου πότ'σεν ντα κρασί
(Ύστερα τον πότισε κρασί)
Φάρασ.
-Dawk.
Δέκα χρόνου κρασ̑ά έχισ̑καμ', δε χάλαναν σα καταφύδια μέσα
(Είχαμε κρασιά δέκα ετών, δεν χαλούσαν μέσα στα καταφύγια)
Ανακ.
-Cost.
Γιόμουναμ' κρασ̑ά ντα κιαλιάρια μας, να έχουμ' ντο χειμός
(Γεμίζαμε κρασιά τα υπόγειά μας, για να έχουμε τον χειμώνα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σε μπάσουμ' νιαρό κρασ̑ί απέσου
(Θα βάλουμε νερό μέσα στο κρασί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σάνομε και κρασ̑ά, γιομώνομε τα πιθέρα στο φοσ̑σ̑ί
(Φτιάχνουμε και κρασιά, γεμίζουμε το κελλάρι με τα πιθάρια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Τα κρασ̑ά το πσ̑ίσ̑ιμο γέννε γιασάχ’
(Η κατανάλωση κρασιών απαγορεύτηκε)
Αξ.
-Dawk.
Ήρτιν τσ̑αι Άι-Δηρμήτης, να ’νοίξουμε το ταζό κρεσί να πούμε
(Ήρθε και η γιορτή του Αγ. Δημητρίου, θα ανοίξουμε το καινούργιο κρασί να πιούμε)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Το κρεσί σα βαρέλα 'πέσου
(Το κρασί (ήταν) μέσα στα βαρέλια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Το κρασ̑ί λαχαίν' με
(Το κρασί με βαράει˙ το κρασί με πειράζει, με ζαλίζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Χάραπας κρασί
(Το κρασί που παράγεται κατά τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, από τα καταλληλότερα για οινοποιεία σταφύλια˙ κρασί εξαιρετικής ποιότητας)
Μισθ.
-Lag.
|| Παροιμ.
Του 'υρίζει το κρασί ξίδι, 'ίνεται βυνατό
(Το κρασί που γυρίζει σε ξίδι γίνεται πιο δυνατό˙ εκείνος που αλλάζει πίστη ή ιδεολογία, εχθρεύεται πιο φανατικά αυτό στο οποίο πίστευε προηγουμένως)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ασ' το κρασ̑ί το κλωγ' το ξ̑ίγ', κεσ̑κίν' νιέται
(Το κρασί που γυρνά (δηλ. γίνεται) από ξίδι, δυνατό γίνεται˙ Για αυτούς που αλλάζουν πεποιθήσεις και γίνονται φανατικότεροι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Βερεσι-έρια ό,τσ̑ις πγιν' κρασ̑ί, ερυό φαράς μερύσ̑'
(Βερεσέ όποιος πίνει κρασί, δυο φορές μεθάει˙ όταν πληρώνει ή υφίσταται τις συνέπειες άλλος, εκμεταλλευόμαστε την κατάσταση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το κρασί στο παγρί δε λαεί, αμή σην κοιλιά σε σ̑άνει και τσανεύεις
(Το κρασί στο κιούπι δε μιλάει, αλλά στην κοιλιά σε κάνει και τρελαίνεσαι˙ η αλόγιστη κατανάλωση κρασιού φέρνει μέθη)
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Φαΐα τζ̑αι κρασία, να φάμ’ να πούμε
Ρωμοί Χριστενοί τζιπ μας να χαρούμε (Φαγητά και κρασιά, να φάμε να πιούμε
Ρωμιοί Χριστιανοί όλοι μας να χαρούμε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Ρωμοί Χριστενοί τζιπ μας να χαρούμε (Φαγητά και κρασιά, να φάμε να πιούμε
Ρωμιοί Χριστιανοί όλοι μας να χαρούμε) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.