κόφτημα
(ουσ. ουδ.)
κόφτημα
[ˈkoftima]
Ουλαγ.
κόπημα
[ˈkopima]
Γούρδ.
Από το ρ. κόφτω (θ. κοφτ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ημα.