κοφτάρι
(ουσ. ουδ.)
κοφτάρι
[koˈftari]
Ανακ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ.
κοφτάρ'
[koˈftar]
Αραβαν., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Φερτάκ.
κοφτέρ'
[koˈfter]
Αξ.
κοφτήρι
[koˈftiri]
Αραβ.
κιöφτέρ'
[cøˈfter]
Αραβαν.
κιoφτέρ'
[cοˈfter]
Γούρδ.
κοφτούρ'
[koˈftur]
Σίλατ., Φάρασ.
κιöφτΰρ'
[cøˈftyr]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. köfter = μουσταλευριά, όπου και διαλεκτ. τύπ. köftur, το οπ. από το περσ. ους. koftar = μουσταλευριά. Κατά τον Nisanyan (2020, λ. köfter), η περσ. λ. από το περσ. ρ. koftan = χτυπώ, κοπανίζω· πιθανότερη η ετυμολόγηση από το μεταγν. ουσ. κοπτάριον = είδος ιατρικού παρασκευάσματος από κοπανισμένα αμύγδαλα με μέλι, υποκορ. του μεταγν. ουσ. κοπτή (βλ. Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου 1960: 144, Andriotis 1974, λ. κοπτάριον, Tzitzilis 1987α: 66).
Είδος μουσταλευριάς
ό.π.τ.
:
Σ̑άνουμ' κοφτάρια
(Φτιάχνουμε μουσταλευριά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έπ’καμ’ τα ρετσέλια μας, τα πεκμέζια μας, τα κοφτάρια μας
(Φτιάχναμε τα ρετσέλια μας, τα πετιμέζια μας, τις μουσταλευριές μας)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
κοφτί, μαλέζι :1, Πβ.
λάπος :1, μπουλαμάτσι, παντουρμά