ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουφός (επίθ.) κουφός [kuˈfos] Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ. κ͑ουφό [kʰuˈfo] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φερτάκ., Φλογ. Από το αρχ. επίθ. κωφός = κουφός, εξασθενημένος, ανίσχυρος· ο τύπ. κουφός ήδη μεσν., με [o > u] από επίδρ. του υπερωικού [k] και του χειλ. [f].
1. Κουφός, αυτός που έχει πρόβλημα ακοής ό.π.τ. : Τὄνα ντεβετζ̑ής ήτου κουφός και τὄνα τσ̑υφλό (Ο ένας καμηλιέρης ήταν κουφός και ο άλλος τυφλός) Αξ., Γούρδ. -Dawk. Όλαν, ετά ούλα κουφά 'νdαι με; (Βρε, κουφοί είναι όλοι αυτοί;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Kουφό καλάρ' (Κουφό καλάθι˙ για τους βαρήκοους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Κουφοριού το χύρα όσο γκρεύεις κρούε το (Του κουφού την πόρτα όσο θέλεις χτύπα την˙ Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα· για μάταιες προσπάθειες) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Στου κουφού την θύρα όσο θέλεις μίλα Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. σαγίρης
2. Αναίσθητος, μουδιασμένος Αξ.