κουφός
(επίθ.)
κουφός
[kuˈfos]
Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
κ͑ουφό
[kʰuˈfo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Φερτάκ., Φλογ.
Από το αρχ. επίθ. κωφός = κουφός, εξασθενημένος, ανίσχυρος· ο τύπ. κουφός ήδη μεσν., με [o > u] από επίδρ. του υπερωικού [k] και του χειλ. [f].
1. Κουφός, αυτός που έχει πρόβλημα ακοής
ό.π.τ.
:
Τὄνα ντεβετζ̑ής ήτου κουφός και τὄνα τσ̑υφλό
(Ο ένας καμηλιέρης ήταν κουφός και ο άλλος τυφλός)
Αξ., Γούρδ.
-Dawk.
Όλαν, ετά ούλα κουφά 'νdαι με;
(Βρε, κουφοί είναι όλοι αυτοί;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Kουφό καλάρ'
(Κουφό καλάθι˙ για τους βαρήκοους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Κουφοριού το χύρα όσο γκρεύεις κρούε το
(Του κουφού την πόρτα όσο θέλεις χτύπα την˙ Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα· για μάταιες προσπάθειες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Στου κουφού την θύρα όσο θέλεις μίλα
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
σαγίρης
2. Αναίσθητος, μουδιασμένος
Αξ.