κοφτερός
(επίθ.)
κοφτερό
[kofteˈro]
Μισθ.
κοφτσ̑ερό
[koftʃeˈro]
Γούρδ.
Από το νεότ. επίθ. κοπτερός > κοφτερός (Μεούρσ.), το οπ. από το ρ. κόφτω και το παραγωγ. επίθμ. -ερός.
Κοφτερός
ό.π.τ.
:
Το ποντσ̑ικός σο στόμα τ' έχ' κοφτσ̑ερά δόντσ̑α
(Ο ποντικός στο στόμα του έχει κοφτερά δόντια)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
κεσκίνι