ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοφτερός (επίθ.) κοφτερό [kofteˈro] Μισθ. κοφτσ̑ερό [koftʃeˈro] Γούρδ. Από το νεότ. επίθ. κοπτερός > κοφτερός (Μεούρσ.), το οπ. από το ρ. κόφτω και το παραγωγ. επίθμ. -ερός.
Κοφτερός ό.π.τ. : Το ποντσ̑ικός σο στόμα τ' έχ' κοφτσ̑ερά δόντσ̑α (Ο ποντικός στο στόμα του έχει κοφτερά δόντια) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. κεσκίνι