κοφταριάζω
(ρ.)
κοφταριάζω
[koftaˈrʝazo]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ.
Από το ουσ. κοφτάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Φτιάχνω μουσταλευριά
Σινασσ.
2. Προσφέρω κομμάτια ξερής μουσταλευριάς, ειδικά σε κάποιον που φεύγει για την ξενιτειά
Ανακ., Ποτάμ.