ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουφώνω (ρ.) κ͑ουφώνω [khuˈfono] Αξ. Αόρ. κ͑ούφωσα [ˈkʰufosa] Αξ. Παθ. κ͑ουφούμαι [kʰuˈfume] Αξ. Αόρ. κουφώχα [kuˈfoxa] Αξ., Μισθ. Από το μεσν, ρ. κουφώνω (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το αρχ. ρ. κωφόω-ῶ = α) απονεκρώνω β) κουφαίνω.
Κουφαίνω ό.π.τ. : Τ' καμbάνα κ͑ούφωσεν τ' αφτιά μ' (Η καμπάνα κούφανε τ' αφτιά μου) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ας κ͑ουφωχώ, αν λέω ψέματα (Ας κουφαθώ, αν λέω ψέματα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.