κουφώνω
(ρ.)
κ͑ουφώνω
[khuˈfono]
Αξ.
Αόρ.
κ͑ούφωσα
[ˈkʰufosa]
Αξ.
Παθ.
κ͑ουφούμαι
[kʰuˈfume]
Αξ.
Αόρ.
κουφώχα
[kuˈfoxa]
Αξ., Μισθ.
Από το μεσν, ρ. κουφώνω (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το αρχ. ρ. κωφόω-ῶ = α) απονεκρώνω β) κουφαίνω.
Κουφαίνω
ό.π.τ.
:
Τ' καμbάνα κ͑ούφωσεν τ' αφτιά μ'
(Η καμπάνα κούφανε τ' αφτιά μου)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ας κ͑ουφωχώ, αν λέω ψέματα
(Ας κουφαθώ, αν λέω ψέματα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.