κουφέκι
(ουσ.)
κ͑ουφέκ'
[kʰuˈfek]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
κουφάκι
[kuˈfaci]
Σινασσ.
κουφάκ'
[kuˈfak]
Ανακ.
κα̈βάκ’
[kæˈvak]
Κίσκ.
Αρσ.
καβακάς ο
[kavaˈkas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. küfeki (küfeke, köfeke, küfek) = α) ελαφρόπετρα β) μαλακός, ή/και το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. kevek, kefek, keveke = για πέτρα, σπογγοειδής, μαλακή και εύθρυπτη, λ. ομόρριζη με το τουρκ. ουσ. küfeki = ελαφρόπετρα, το οπ. κατά τον Tietze (2016, λ. kevek, βλ. και THADS, λ. gavak) προέρχεται από το περσ. επίθ. kāvāk = άδειος, κούφιος, ενώ κατά τον Nişanyan (2002-2022: λ. küfeki) από το ελλ. ουσ. κουφάκι (πβ. αρχ. ουσ. κουφόλιθος). Για την ετυμολογική διασύνδεση της λ. καβακάς με το κουφάκι, βλ. Αρχέλαος (1899: 247). Δεν αποκλείεται ωστόσο η διασύνδεση με την πρώιμ. μεσν. λ. κάβακος, πβ. Ἡσύχ. Κ 2857 «κάβακος· ὁ κάχληξ».
1. Ελαφρόπετρα
ό.π.τ.
:
Χτίνισκαν τα κάμαρες με τ’ άσπρα τα κουφέκια
(Έχτιζαν τις καμάρες με άσπρες ελαφρόπετρες)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Είσ̑ε τσ̑αι θάλε καβακάς
(Είχε και πέτρες εύθρυπτες, ελαφρόπετρες)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ345Β
Κετίρ'τσα κουφέκια και ζούβρες
(Έφερα ελαφρόπετρες λευκές και κόκκινες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Πβ.
ζούβρα :2