ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουτσόκκο (ουσ. ουδ.) κουτσ̑όκ-κο [kuˈtʃokko] Φάρασ. κουdζόκ-κου [kuˈdzokku] Φάρασ. Από το ουσ. κούτσι (ΙΙ) και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Σκυλάκι : Πάρετέ τα, μοιραστείτε τα, τσ̑' αφέτε το κουτσ̑όκ-κο (Πάρτε τα, μοιραστείτε τα, κι αφήστε (ήσυχο) το σκυλάκι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κόψετε του κουdζόκ-κου το τζουφάλι (Κόψτε το κεφάλι του σκυλακίου) Φάρασ. -Dawk.Boy Συνών. κουτίκα, μανίκι, σκυλόπο, ταζί