κουτσόκκο
(ουσ. ουδ.)
κουτσ̑όκ-κο
[kuˈtʃokko]
Φάρασ.
κουdζόκ-κου
[kuˈdzokku]
Φάρασ.
Από το ουσ. κούτσι (ΙΙ) και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.