ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Κούτσουρος (ουσ. αρσ.) Κούτσουρος [ˈkutsuros] Φάρασ. Κούτζουρος [ˈkudzuros] Σατ. Κούτσορος [ˈkutsoros] Φάρασ. Κούσουρος [ˈkusuros] Φάρασ. Από το νεότ. επίθ. κούτσουρος, το οπ. από το επίθ. κουτσός και το ουσ. οὐρά. Ως προς την σημ. πβ. Γκουτσούκος (< τουρκ. επίθ. gücük = α) κολοβός β) ο μήνας Φεβρουάριος).
Ο μήνας Φεβρουάριος ό.π.τ. : || Παροιμ. Του Κούτσουρου το κ'θάρι, του Μάρτη το ρίφι (Του Φλεβάρη το κριθάρι, του Μάρτη το ερίφιο˙ η ποιότητα της αγροτοποιμενικής παραγωγής φαίνεται κατά την περίοδο αυτών των δύο μηνών) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το νερό στον Gούτσουρ' έν' θεό (Το νερό το Φλεβάρη είναι θολό˙ εξαιτίας των χιονιών που λιώνουν, τα ποτάμια θολώνουν· κάποιος είναι απώτερα υπαίτιος για όλα τα κακά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Σον Γκούτσουρο το ποτάμι 'υρίστη, έν' γκατινό του Χριστενού η πίστη (Τον Φλεβάρη το ποτάμι θόλωσε, είναι αληθινή του Χριστιανού η πίστη (άσμ. παραμονής Πρωτοχρονιάς)) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. Γκουτσούκος, Κούντουρος