Κούτσουρος
(ουσ. αρσ.)
Κούτσουρος
[ˈkutsuros]
Φάρασ.
Κούτζουρος
[ˈkudzuros]
Σατ.
Κούτσορος
[ˈkutsoros]
Φάρασ.
Κούσουρος
[ˈkusuros]
Φάρασ.
Από το νεότ. επίθ. κούτσουρος, το οπ. από το επίθ. κουτσός και το ουσ. οὐρά. Ως προς την σημ. πβ. Γκουτσούκος (< τουρκ. επίθ. gücük = α) κολοβός β) ο μήνας Φεβρουάριος).
Ο μήνας Φεβρουάριος
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Του Κούτσουρου το κ'θάρι, του Μάρτη το ρίφι
(Του Φλεβάρη το κριθάρι, του Μάρτη το ερίφιο˙ η ποιότητα της αγροτοποιμενικής παραγωγής φαίνεται κατά την περίοδο αυτών των δύο μηνών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το νερό στον Gούτσουρ' έν' θεό
(Το νερό το Φλεβάρη είναι θολό˙ εξαιτίας των χιονιών που λιώνουν, τα ποτάμια θολώνουν· κάποιος είναι απώτερα υπαίτιος για όλα τα κακά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Σον Γκούτσουρο το ποτάμι 'υρίστη, έν' γκατινό του Χριστενού η πίστη
(Τον Φλεβάρη το ποτάμι θόλωσε, είναι αληθινή του Χριστιανού η πίστη (άσμ. παραμονής Πρωτοχρονιάς))
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
Γκουτσούκος, Κούντουρος