κουφίστρα
(ουσ. θηλ.)
κουφίστρα
[kuˈfistra]
Μισθ.
κοβίστρα
[koˈvistra]
Μισθ.
Από το επίθ. κούφος και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα.
Κλούβιο αβγό