ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούφα (II) (ουσ. θηλ.) κούφα [ˈkufa] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ. γοφά [ɣoˈfa] Φάρασ. Αρσ. γοφάς [ɣoˈfas] Φάρασ. Πληθ. Ουδ. κούφα [ˈkufa] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. κούφα και κόφα, η οπ. είτε απευθείας από το βενετ. ουσ. cofa είτε με ενδιάμεσο το τουρκ. ουσ. küfe = κοφίνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kufa (< αραβ. kuffa(t) ή βενετ. cofa).
Κοφίνι ό.π.τ. : Για το νάμα ‘γόραζαν δύο τρία κούφες σταφύλι και ένα παιδί άθωγο βάλλισκαμ’ και τα πάτεινε (Για το νάμα αγόραζαν 2-3 κοφίνια σταφύλι, και βάζαμε ένα αθώο παιδί να τα πατήσει) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326 Εμοίραζαν με τις κούφες τα ψωμιά, με τα καζάνια τα φαϊά (Μοίραζαν τα ψωμιά με τα κοφίνια, τα φαγητά με τα καζάνια) Σίλατ. -ΙΛΝΕ 812 Φσ̑άχα, χαζιρλαντάτι, παρέτ' τα κλαδευτήρια, τα κούφα, τα καλάθια, ούλα κουντάτ' τα απάνω σο αμάξι (Παιδιά, ετοιμαστήτε, πάρτε τα κλαδευτήρια, τα κοφίνια, τα καλάθια, ρίξτε τα όλα πάνω στο αμάξι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. ζεμπίλι, κοφίνι