κούτσι (II)
(ουσ. ουδ.)
κούτσ̑ι
[ˈkutʃi]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kuçı (< βουλγ. kuçe) = σκυλάκι (Tietze 1957: 19, Tietze 2016, λ. kuçka I).
Νεογνό ζώου
ό.π.τ.
:
Το φίδι πήνι, τσ̑οὔβριν τα κούτσ̑α του
(Το φίδι πήγε, δεν βρήκε τα μικρά του)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
κουλάκι