ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούτσι (II) (ουσ. ουδ.) κούτσ̑ι [ˈkutʃi] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kuçı (< βουλγ. kuçe) = σκυλάκι (Tietze 1957: 19, Tietze 2016, λ. kuçka I).
Νεογνό ζώου ό.π.τ. : Το φίδι πήνι, τσ̑οὔβριν τα κούτσ̑α του (Το φίδι πήγε, δεν βρήκε τα μικρά του) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. κουλάκι