κουτίκα
(ουσ. θηλ.)
κουτ͑ίκα
[kuˈtʰika]
Μαλακ., Σίλατ.
κ͑ιτ͑ίκα
[kʰiˈtʰika]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kutik = κουτάβι (< αρμεν. kutik, Dankoff 1995: 87, THADS, λ. kutik, Tietze 2016, λ. kutik/kutuk/kuduk ΙΙ). Η λ. και ποντ.
Πβ.
γκουντί
1. Μικρός σκύλος
ό.π.τ.
:
Ντου σκυλί γένντσιν, μποίκι πένdε κιτίκις
(Η σκύλα γέννησε, έκανε πέντε σκυλάκια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κουτίκας κ'λάκ'
(Κουτάβι μικρής σκύλας)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Κιτίκα τσ̑είνdι σου μάνα τ' κουνdά
(Το σκυλάκι είναι κοντά στη μάνα του)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
ανίκι, γκουντί, κουλάκι, κουτσόκκο, σκυλόπο, ταζί
2. Συνθηματ., σακκούλι
Μισθ.