κουτζερεύω
(ρ.)
κουτσ̑ερεύου
[kutʃeˈrevu]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το ουσ. κουτζέρι και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Λέω τα κάλαντα