κούσι
(ουσ. ουδ.)
κούσ̑ι
[ˈkuʃi]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
χούσ'
[xus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kös = μακριά σανίδα για το πλύσιμο ρούχων (THADS, λ. kös VIII). Εσφαλμένα ο Καρολίδης (1885: 179) συσχετίζει την λ. με το σανσκριτ. kosh = δοχείο.
Πέτρινη ή ξύλινη μεγάλη σκάφη
ό.π.τ.
:
Ζυμώνκε σο κούσι ζυμάρε να φκακώσει ψωμί
(Ζύμωνε ζυμάρι στην σκάφη για να πλάσει ψωμί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μετε'υρίστην το κούσ̑ι σο πρωτινόν την κόρη τ'ς πάνου τζ̑αι το σανίδι 'πουκάτω τ'ς, τζ̑' 'ενότουν σ̑ώνα
(Αναποδογύρισε η σκάφη πάνω στην πρώτη της κόρη και το σανίδι από κάτω, και έγινε χελώνα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ζύμουσανι τον τραχανά μο τον κορκότι, μο του σακουλού το γα σο κούσ̑ι 'πέσου
(Ζυμώσανε τραχανά με το κουρκούτι, με το στραγγιστό γιαούρτι στην σκάφη μέσα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.