ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρτίμι (ουσ. ουδ.) κουρτίμι [kurʹtimi] Αξ. κουρτούμι [kurˈtumi] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. gerdeme, όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. kerdeme και kerdime, απώτερα αντιδάν. από το ελλ. κάρδαμον. Πβ. και Ποντ. κουρτούμι = σπανάκι.
Είδος εδώδιμου χορταρικού όπως αγριοράδικο, σπανάκι, κάρδαμο Συνών. κότιμο, κουρτιμίτσα
Τροποποιήθηκε: 23/07/2025