ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρσού (ουσ. ουδ.) κουρσού [kurˈsu] Ανακ., Σίλατ. κουρσί [kurˈsi] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. kürsü (< περσ. korsi) = α) εξέδρα, βάθρο β) ως διαλεκτ. σημ., είδος μικρού ταντουριού (Tietze 2016, λλ. kürsü/ kursî I, kürsü II).
1. Μαγκάλι Σίλατ.
2. Είδος τραπεζιού που περιβάλλει το μαγκάλι Ανακ., Τροχ.