κουρσού
(ουσ. ουδ.)
κουρσού
[kurˈsu]
Ανακ., Σίλατ.
κουρσί
[kurˈsi]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. kürsü (< περσ. korsi) = α) εξέδρα, βάθρο β) ως διαλεκτ. σημ., είδος μικρού ταντουριού (Tietze 2016, λλ. kürsü/ kursî I, kürsü II).
1. Μαγκάλι
Σίλατ.
2. Είδος τραπεζιού που περιβάλλει το μαγκάλι
Ανακ., Τροχ.