ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρσάχι (ουσ. ουδ.) γουρσάχ' [ɣurˈsax] Αξ. γουρτ͑σάχ̇ι [ɣurˈtʰsaxi] Φάρασ. 'ουρσάχι [urˈsaçi] Σίλ. γουρσάβα [ɣurˈsava] Μισθ. χουρσάβα [xurˈsava] Μισθ. κούρσα [ˈkursa] Σινασσ. qούρσα [ˈqursa] Μαλακ., Φλογ. χουρσάχους [xurˈsaxus] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kursak = α) πρόλοβος β) ως διαλεκτ. σημ., στομάχι γ) νοημοσύνη, λογική, μυαλό.
1. Ο πρόλοβος των πτηνών ό.π.τ. : Ουρσάχι τσ̑ης ρεν είσ̑ε ένα σέι, ήτανε νησ̑'κή (Ο πρόλοβος της κότας δεν είχε τίποτα μέσα, ήτανε νηστική) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. τασλίκι
2. Μτφ., λαίμαργος άνθρωπος Μισθ. Συνών. γουλιάρης, κάναρα, φαγισερός, φαγούρα
3. Μτφ., μυαλό Αξ. : Γουρσάχ' ντεν έχ̑' (Δεν έχει μυαλό) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. ακίλι, μυαλό, φικίρι