κουρσάχι
(ουσ. ουδ.)
γουρσάχ'
[ɣurˈsax]
Αξ.
γουρτ͑σάχ̇ι
[ɣurˈtʰsaxi]
Φάρασ.
'ουρσάχι
[urˈsaçi]
Σίλ.
γουρσάβα
[ɣurˈsava]
Μισθ.
χουρσάβα
[xurˈsava]
Μισθ.
κούρσα
[ˈkursa]
Σινασσ.
qούρσα
[ˈqursa]
Μαλακ., Φλογ.
χουρσάχους
[xurˈsaxus]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kursak = α) πρόλοβος β) ως διαλεκτ. σημ., στομάχι γ) νοημοσύνη, λογική, μυαλό.
1. Ο πρόλοβος των πτηνών
ό.π.τ.
:
Ουρσάχι τσ̑ης ρεν είσ̑ε ένα σέι, ήτανε νησ̑'κή
(Ο πρόλοβος της κότας δεν είχε τίποτα μέσα, ήτανε νηστική)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
τασλίκι