ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρούκα (ουσ. θηλ.) κουρούκα [kuˈruka] Φάρασ. Από το αμάρτ. ουσ. *κυρούκα , το οπ. από το ουσ. κυρά και το παραγωγ. επίθμ. -ούκα είτε αναλογ. προς το μαμμούκα είτε μέσω μορφολ. επανανάλυσης σε ουσ. τνω οποίων το θ. έληγε σε -ου- και συνδυάζονταν με το -κα, π.χ. παππούκα (Georgacas 1982: 161). Πβ. κυράτσα
1. Προσφώνηση προς μεγαλύτερη αδελφή Φάρασ. : Κουρούκα, δίψασα! Να κλίνω να πω απιδέ (Αδερφή, δίψασα! Θα σκύψω να πιω εδώ) Φάρασ. -Dawk.
2. Κυρία, δέσποινα Φάρασ. Συνών. αμπλά :1, κουρούκα :2, κυρά, κυράτσα, χατούνα