κουρμπετλίκι
(ουσ. ουδ.)
κουρμπετλίκ'
[kurbetˈlik]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gurbetlik = ξενιτιά.
Ξενιτειά
:
'φον ερούτανε ασ’ το κουρμπετλίκ’, παίνισκαν να το είπ’νε: «Καλώς ήρτες»
(Όταν ερχόταν από την ξενιτιά, πήγαναν να του πούνε καλώς ήρθες)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Συνών.
αξενίτσα, γαριπλίκι :1, γιαμπάνι :3, γιαμπαντζιλίκι :2, κουρμπέτι