ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρμπετλίκι (ουσ. ουδ.) κουρμπετλίκ' [kurbetˈlik] Φλογ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gurbetlik = ξενιτιά.
Ξενιτειά : 'φον ερούτανε ασ’ το κουρμπετλίκ’, παίνισκαν να το είπ’νε: «Καλώς ήρτες» (Όταν ερχόταν από την ξενιτιά, πήγαναν να του πούνε καλώς ήρθες) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Συνών. αξενίτσα, γαριπλίκι :1, γιαμπάνι :3, γιαμπαντζιλίκι :2, κουρμπέτι