ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρλοπίστρα (ουσ. θηλ.) κουρλοπίστρα [kurloˈpistra] Μισθ. κουρλοπίστα [kurloˈpista] Δίλ. κουρλοbίστα [kurloˈbista] Μισθ. λοπλόπιτα [lopˈlopita] Σίλ. Από το ουσ. κουλουρόπο, όπου και τύπ. κουρ'λόπο, και το παραγωγ. επίθμ. -ίστρα (βλ. -ίστρα 3), Ο τύπ. κουρλοπίστα με απλολ. Ο τύπ. λοπλόπιτα πιθ. με παρετυμ. προς τη λ. λούλα ΙΙ. Η ονομασία λόγω του σχήματος των σπόρων της μολόχας.
1. Το φυτό μολόχα ό.π.τ. : Βράιξαμ’ κουρλοbίστις, εβάλλαμ’ ντα 'ντετσ̑ού ση γούρνα (Βράζαμε μολόχες, τις βάζαμε εκεί μέσα στην γούρνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σε πάμ’ σε τοπλαΐσουμ’ λοπλόπιτες σε τα φάει (Θα πάμε να μαζέψουμε μολόχες για να φάει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κετενίτσα
2. Χορτόπιτα Σίλ.