ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούρκα (ουσ. θηλ.) κούρκα [ˈkurka] Αξ., Μισθ. qούρκα [ˈqurka] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kurka = γαλοπούλα, πβ. και τουρκ. kurk = κλώσσα, απώτερα ηχομιμητ (Tietze 2016, λ. kurka).
Γαλοπούλα ό.π.τ. : Κατακώλα ντα κούρκις απ' του μπαχτσ̑ά (Διώξε τις γαλοπούλες από το μποστάνι) Μισθ. -Κοτσαν. Δα κούρκις έκαναν μουσ̑ούρια (Οι γαλοπούλες έκαναν γαλόπουλα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. μισίρι