ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούρκι (ουσ. ουδ.) κούρκι [ˈkurci] Φάρασ. κ͑ούρκι [ˈkʰurci] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kürk = α) γούνα β) γουναρικό.
Τσόχινο πανωφόρι ό.π.τ. : || Παροιμ. Τάνιν τζ̑ό 'σ̑ει σο σπίτι του να πει, πααίνει μο το κούρκι να σ̑έσει (Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με την γούνα να χέσει˙ ενώ είναι πολύ φτωχός, προσποιείται τον πλούσιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γούνα, Πβ. γοτζούχ