κούρκι
(ουσ. ουδ.)
κούρκι
[ˈkurci]
Φάρασ.
κ͑ούρκι
[ˈkʰurci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kürk = α) γούνα β) γουναρικό.