ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρμπατσιά (ουσ. θηλ.) qι̂ρπαdζ̑ά [qɯrpaˈdʒa] Φλογ. Νεότ. ουσ. κουρμπατσιά (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. κουρμπάτσι και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Καμτσικιά, χτύπημα με το μαστίγιο Φλογ. : Φαγίζ' σο άλογο ένα qι̂ρπαdζ̑ά, τ' άλογο φέγνει (Ρίχνει στο άλογο μιά καμτσικιά, το άλογο φεύγει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361