κουρμπατσιά
(ουσ. θηλ.)
qι̂ρπαdζ̑ά
[qɯrpaˈdʒa]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. κουρμπατσιά (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το ουσ. κουρμπάτσι και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
Καμτσικιά, χτύπημα με το μαστίγιο
Φλογ.
:
Φαγίζ' σο άλογο ένα qι̂ρπαdζ̑ά, τ' άλογο φέγνει
(Ρίχνει στο άλογο μιά καμτσικιά, το άλογο φεύγει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361