ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρουλού (επίθ.) γουρουλού [ɣuruˈlu] Μισθ. Πληθ. γουρουλούϊα [ɣuruˈluja] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. kurulu = α) στημένος, εγκατεστημένος β) τεντωμένος γ) κουρδισμένος.
Στημένος, έτοιμος, διαμορφωμένος : Γουρουλού σπίτ' (Σπίτι στημένο, στρωμένο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντα σπίτια τ'νι καλά γουρουλούϊα (Τα σπίτια τους είναι καλά φτιαγμένα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ