κουρουλού
(επίθ.)
γουρουλού
[ɣuruˈlu]
Μισθ.
Πληθ.
γουρουλούϊα
[ɣuruˈluja]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. kurulu = α) στημένος, εγκατεστημένος β) τεντωμένος γ) κουρδισμένος.
Στημένος, έτοιμος, διαμορφωμένος
:
Γουρουλού σπίτ'
(Σπίτι στημένο, στρωμένο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντα σπίτια τ'νι καλά γουρουλούϊα
(Τα σπίτια τους είναι καλά φτιαγμένα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ