κούρτημα
(ουσ. ουδ.)
κούρτημα
[ˈkurtima]
Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
κούρτσημα
[ˈkurtsima]
Γούρδ.
Από το ρ. κουρτώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κατάποση
ό.π.τ.
2. Συνθηματ., το ψωμί
Μισθ., Φάρασ.
:
Φέρ’ κουρτημάτ’
(Φέρε ψωμί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.