ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούρτημα (ουσ. ουδ.) κούρτημα [ˈkurtima] Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. κούρτσημα [ˈkurtsima] Γούρδ. Από το ρ. κουρτώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κατάποση ό.π.τ.
2. Συνθηματ., το ψωμί Μισθ., Φάρασ. : Φέρ’ κουρτημάτ’ (Φέρε ψωμί) Μισθ. -Κωστ.Μ.