κουρτημιά
(ουσ. θηλ.)
κουρτημιά
[kurtiˈmɲa]
Μαλακ.
Από το ουσ. κούρτημα και το παραγωγ. επίθμ. έα > -ιά. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kurtum = γουλιά.
Γουλιά, ρουφηξιά
Συνών.
κουρτσιά